Η βλάστηση στην Πάρνηθα είναι αποτέλεσμα συνεπίδρασης πολλών παραγόντων και κυρίως της χλωρίδας, του γενικού κλίματος, της ορεογραφικής διαμόρφωσης, της πετρολογικής και γεωλογικής σύστασης, του εδάφους, αλλά και της ανθρώπινης επίδρασης, η οποία εμφανίζεται στην ιστορική εξέλιξη και την οικονομική δομή της περιοχής. Η βλάστηση αλλάζει όσο διαφοροποιείται το υψόμετρο.
Στην Πάρνηθα διακρίνονται τρεις ζώνες βλάστησης:
- Η πρώτη ζώνη εκτείνεται από τα 400 έως τα 1000 m περίπου. Σε αυτή τη ζώνη κυριαρχούν τα δάση (Xαλεπίου πεύκης) Pinus halepensis, οι σχηματισμοί με Quercus coccifera, Pistacia lentiscus, Arbutus unedo και Arbutus andrachne, καθώς και φρυγανικά οικοσυστήματα. Στα ανώτερα της ζώνης αυτής, η Xαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis) σχηματίζει μικτό δάσος με την Kεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica).
- Η δεύτερη ζώνη εκτείνεται από τα 1000 m περίπου στις νότιες εκθέσεις του βουνού (από τα 600-700 m στις βόρειες εκθέσεις) μέχρι τα 1400 m και κυριαρχείται από δάσος Kεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Υπάρχουν επίσης συστάδες με Juniperus oxycedrus subsp. oxycedrus, καθώς και κάποια λιβαδικά είδη στα οροπέδια. Ας σημειωθεί ότι εξαιτίας των αναδασωτικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1950-1970, το δάσος Kεφαλληνιακής ελάτης δεν είναι αμιγές, αλλά σε αρκετά σημεία αναμιγνύεται με Mαύρη Πεύκη (Pinus nigra), η οποία δεν είναι αυτόχθονη της περιοχής.
- Η τρίτη ζώνη βλάστησης παρατηρείται στις υψηλότερες κορυφές του βουνού. Αυτή η ζώνη είναι υποπλασμένη και περιλαμβάνει μικρούς αγκαθωτούς, μαξιλαρόμορφους θάμνους, μαζί με αρκετά ενδημικά και σπάνια είδη. Αυτός ο τύπος βλάστησης πιθανόν έχει προκύψει από την υποβάθμιση του δάσους Κεφαλληνιακής ελάτης και επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυθεντική υποαλπική ζώνη.
Η βλάστηση της Πάρνηθας υπέστη σοβαρές ζημιές κατά την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στο Δρυμό την 28η Ιουνίου 2008. Σύμφωνα με στοιχεία του Δασαρχείου Πάρνηθας, κάηκαν συνολικά 21.800 στρέμματα δάσους Kεφαλληνιακής ελάτης, 10.561,98 στρέμματα Xαλεπίου πεύκης και 3.976,2 στρέμματα με αείφυλλα-πλατύφυλλα.
Οι διαφορετικοί οικότοποι που μπορούμε να συναντήσουμε στην Πάρνηθα είναι οι εξής:
Ενδημικοί ορο-μεσογειακοί ερεικώνες
Η έκταση που καταλαμβάνει ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου στις κορυφές της Πάρνηθας είναι μικρή και βρίσκεται μόλις 5 – 10 μ. πιο πάνω από το ελατοδάσος. Προς το παρόν, οι κορυφές στις οποίες διακρίνεται αυτή η βλάστηση είναι η Κυρά, ο Αέρας, το Ναυτικό και το Ξεροβούνι. Αποτελείται από ποώδη και θαμνώδη είδη, τα σπουδαιότερα εκ των οποίων είναι τα: Astragalus angustifolius, Sideritis raeseri subsp. attica, Asperula pulvinaris, Asperula rigidula, Asperula baenitzi, Dianthus serratifolius subsp. serratifolius, Cerastium candidissimum, Tulipa sylvestris, Sedum album, Sedum urvillei κ.ά. Τα περισσότερα από αυτά τα φυτά είναι ενδημικά ή σπάνια και απειλούνται από την εγκατάσταση στις κορυφές ραδιοτηλεοπτικών κεραιών και στρατοπέδων, τα οποία έχουν καταλάβει όλη την ανώτερη κορυφογραμμή. Τo syntaxon που διακρίθηκε είναι το Astragalus angustifolius comm.
Δενδρώδεις θαμνώνες με Juniperus oxycedrus
Στο συγκεκριμένο οικότοπο κυριαρχεί το είδος Juniperus oxycedrus, που δίνει και τη φυσιογνωμία στο τοπίο. Η συνολική χλωρίδα του οικοτόπου είναι πολύ πλούσια σε είδη, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι σχηματισμοί με Juniperus oxycedrus έχουν όψη λιβαδιού, με σχετικά αραιή ως πυκνή εμφάνιση ακανθωδών θάμνων (κάλυψη 15-80%), όπου ο όροφος των θάμνων έχει ύψος μέχρι και 4 μ. Κατά θέσεις, σε ορισμένες περιοχές, παρατηρείται και ένας αραιός όροφος δένδρων. Ο οικότοπος έχει προκύψει από την υποβάθμιση του δάσους της Kεφαλληνιακής ελάτης, από το οποίο δέχεται έντονη πίεση, έτσι ώστε να αποτελεί πολλές φορές ενδιάμεσο προδασικό στάδιο. Ο οικοτόπος αυτός δέχεται, επίσης, πιέσεις από τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις και δραστηριότητες που εντοπίζονται στην κορυφή του βουνού (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, λειτουργία καζίνο, ραδιοτηλεοπτικές κεραίες). Η μονάδα βλάστησης που αντιπροσωπεύει τον οικότοπο, αναφέρεται ως Juniperus oxycedrus comm.
Garrigues της Ανατολικής Μεσογείου
Πρόκειται για ενδημικό οικότοπο της χώρας μας. Αφορά χαμηλούς μέσο-θερμο και υπέρ – μεσογειακούς θαμνώδεις σχηματισμούς της Ελλάδας, Αποτελεί ένα ισχυρά υποβαθμισμένο στάδιο δάσους, όπου ασκείται έντονη βόσκηση. Το syntaxon που διακρίθηκε είναι το Quercus coccifera comm.
Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum
Ο συγκεκριμένος οικότοπος είναι προϊόν υποβάθμισης των αείφυλλων σκληρόφυλλων δασών και αποτελείται από ακανθώδεις σχηματισμούς, ημισφαιρικών θάμνων, και κυρίως από τα Sarcopoterium spinosum και Genista acanthoclada. Σημαντικότεροι παράγοντες που προκάλεσαν την υποβάθμιση είναι κυρίως η υπερβόσκηση και κατά δεύτερο λόγο οι συχνές πυρκαγιές. Παρουσιάζει πολύ μεγάλη ικανότητα εξάπλωσης σε περιοχές όπου εγκαταλείπονται οι καλλιέργειες. Στη σύνθεσή του συμμετέχουν πολλά φρυγανώδη φυτά της θερμομεσογειακής ζώνης, όπως τα Coridothymus capitatus, Thymus sp., Cistus creticus, Cistus salvifolius, Hypericum empetrifolium, Salvia triloba, Erica manipuliflora, Calicotome villosa, Asparagus acutifolius, Ballota acetabulosa, Asphodelus aestivus, Globularia alypum. Οι σχηματισμοί αυτοί είναι πολύ σημαντικοί, καθώς προστατεύουν το έδαφος των περιοχών όπου αναπτύσσονται από τη διάβρωση και συνιστούν βιότοπο για πολλά είδη ερπετών. Επίσης συνήθως συμπεριλαμβάνουν στη σύνθεσή τους έναν υψηλό αριθμό ενδημικών και σημαντικών ειδών, όπως είναι οι ορχιδέες της Πάρνηθας. Ως προς τη δομή τους η φρυγανική κοινότητα με Sarcopoterium spinosum αποτελείται από τη θαμνώδη στρώση ύψους 0,2 εως 0,9 μ., με διάφορα ποσοστά φυτοκάλυψης (20-100%). Η φυτοκάλυψη της ποώδους βλάστησης κυμαίνεται μεταξύ 5 και 30%. Τα syntaxa που διακρίθηκαν είναι τα Sarcopoterium spinosum-Coridothymus capitatus comm και Phlomis fruticosa-Euphorbia acanthothamnos comm.
Ασβεστολιθικά βραχώδη πρανή με χασμοφυτική βλάστηση
Ο συγκεκριμένος οικότοπος περιλαμβάνει τη βλάστηση των ασβεστολιθικών βραχωδών εξάρσεων και κρημνών. Διακρίνεται κυρίως με φυσιογνωμικά κριτήρια. Συνίσταται κυρίως από ποώδη φυτά με κάλυψη 5 – 25%. Στη χλωρίδα του συμπεριλαμβάνονται αρκετά ενδημικά φυτά, όπως τα Campanula celsii subsp. parnesia, Silene oligantha subsp. parnesia, Inula verbascifolia subsp. methanea, Silene corinthiaca, Scutellaria rupestris subsp. parnassica κ.ά. Ο τύπος αυτός οικοτόπου δε φαίνεται να απειλείται άμεσα από κάποιο κίνδυνο. Τα syntaxa που διακρίθηκαν είναι τα Inula parnassica-Ptilostemon chamaepeuce comm. και Inula parnassica comm.
Θερμόφιλα δρυοδάση της Αν. Μεσογείου και της Βαλκανικής
Στην Πάρνηθα δεν υπάρχει αμιγές δρυοδάσος, αλλά υπολείμματα παρελθούσας βλάστησης από φυλλοβόλες δρύες. Στην τοποθεσία Μετόχι υπάρχει ένας μικρός πληθυσμός από ήμερες βελανιδιές (Quercus ithaburensis ssp. macrolepis), ενώ στην περιοχή του Κατσιμιδίου υπάρχουν χνοώδεις δρύες (Quercus pubescens), αναμειγμένες σε διάφορους βαθμούς με πεύκο και έλατο. Το syntaxon που διακρίθηκε είναι το Quercus pubescens comm.
Δάση ελιάς και χαρουπιάς
Στην Πάρνηθα, ο συγκεκριμένος οικότοπος περιλαμβάνει σχηματισμούς στους οποίους κυριαρχεί το πουρνάρι (Quercus coccifera). Εμφανίζεται σε χαμηλά υψόμετρα. Το syntaxon που διακρίθηκε είναι το Quercus coccifera-comm.
Δάση αριάς Quercus ilex
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου αποτελεί υποβαθμισμένη μορφή των δενδρωδών μεσογειακών θαμνώνων, αν και σε πολλές περιπτώσεις διατηρεί τη πυκνή δομή του. Παρά το ότι συνήθως ξυλεύεται, εν τούτοις έχει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά θερμομεσογειακά στοιχεία του. Φαίνεται σταθερός οικότοπος. Η σημασία του είναι μεγάλη, διότι αποτελεί πρώτης τάξης προστατευτικό μανδύα των εδαφών μεγάλης κλίσης. Η συγκόμωση του ημιδενδρώδους ορόφου φθάνει πολλές φορές και στο 100% της κάλυψης του εδάφους, παρουσιάζοντας εξαιρετική κορμοβρίθεια. Οι θάμνοι συνήθως είναι υψηλοί και ιδιαίτερα πυκνοί, όταν λείπει ο ημιδενδρώδης όροφος. Η εμφάνιση της ποώδους βλάστησης είναι εξαιρετικά φτωχή. Ο τύπος αυτός οικοτόπου είναι σε καλή κατάσταση διατήρησης και παρά τις απώλειες που υπέστη μετά την πυρκαγιά του Ιουνίου 2008. Τα syntaxa που διακρίθηκαν είναι τα Arbutus adrachne-Quercus ilex comm. και Erica arborea-Arbutus unedo comm.
Δάση ανατολικής πλατάνου (Platanion orientalis)
Ο συγκεκριμένος τύπος οικοτόπου περιλαμβάνει συστάδες πλατάνου, που απαντώνται στις όχθες ρεμάτων περιοδικής συνήθως ροής.
Άλλα παρόχθια είδη που απαντώνται στον συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου είναι τα Salix alba, Platanus orientalis, Populus nigra, Fraxinus ornus, Ostrya carpinifolia, Geranium lucidum, Ranunculus ficaria, Ranunculus millefoliatus, Equisetum telmateia κ.ά. Το syntaxon που διακρίθηκε είναι το Platanus orientalis comm.
Δάση ελληνικής ελάτης (Abies cephalonica)
Το ελατοδάσος της Πάρνηθας αποτελείται αποκλειστικά από άτομα Abies cephalonica. Πριν την πυρκαγιά του Ιουνίου 2008 κάλυπτε έκταση περίπου 30.000 στρεμμάτων. Στο δάσος Κεφαλληνιακής Ελάτης της Πάρνηθας, έχουν παρατηρηθεί νεκρώσεις δέντρων, η έκταση των οποίων ποικίλλει σε ένταση στο πέρασμα του χρόνου. Οι πιο πρόσφατες από αυτές καταγράφηκαν κατά τα έτη 2000-2002, όπου νεκρώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα (Τσόπελας κ.ά., 2003). Τα κύρια αίτια που συντελούν στο φαινόμενο της νέκρωσης των δέντρων ελάτης είναι η ξηρασία, η προσβολή των δέντρων από φλοιοφάγα (Phaenops knoteki, Pityokteines spinidens) και φυλλοφάγα (Choristoneura murinana) έντομα, από μύκητες (Heterobasidion abietinum, Armillaria mellea), καθώς και από τον ιξό (Viscum album). Σημαντικό ρόλο παίζουν και κάποιοι αβιοτικοί παράγοντες, όπως η έκθεση, το υψόμετρο και το έδαφος. Συγκεκριμένα, οι συνθήκες ανάπτυξης της ελάτης είναι καλύτερες στα μεγάλα υψόμετρα, σε βαθιά και γόνιμα εδάφη, ενώ αντίθετα σε φτωχά και αβαθή εδάφη η αύξηση των δέντρων είναι περιορισμένη. Επίσης, έχουμε καλύτερη ανάπτυξη στις βόρειες εκθέσεις, όπου οι συνθήκες υγρασίας είναι ευνοϊκότερες για την ελάτη. Αντίθετα, στις ανατολικές, τις νότιες, τις ΝΑ και ΝΔ εκθέσεις, που δέχονται περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία και είναι ξηρότερες, οι νεκρώσεις δέντρων εμφανίζονται σε μεγαλύτερη έκταση, ιδιαίτερα στα χαμηλά υψόμετρα της Πάρνηθας, όπου είναι τα θερμοόρια της ελάτης (Τσόπελας κ.ά., 2007).
Για την υποβοήθηση της αναγέννησης της ελάτης το Δασαρχείο Πάρνηθας προέβη στην φύτευση Μαύρης πεύκης (Pinus nigra), η οποία παρέχει σκίαση στην ελάτη και έτσι συντελεί στην αναγέννησή της. Η Μαύρη πεύκη δεν ανταγωνίζεται το έλατο, καθώς βρίσκεται έξω από τα όρια εξάπλωσής της και δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Τα κυριότερα είδη που φύονται στα ξέφωτα του ελατοδάσους είναι τα Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus, Rosa canina, Rosa sempervirens, Berberis cretica, Crataegus heldreichii, Crataegus monogyna, Prunus webbii, Prunus spinosa, Pyrus spinosa, Bellis sylvestris, Doronicum orientale κ.ά. Τα syntaxa που διακρίθηκαν στο συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου είναι τα Helictotrichon convolutum-Abies cephalonica comm., Abies cephalonica comm. και Abies cephalonica-Lilium chalcedonicum comm.
Μεσογειακά δάση πεύκης με ενδημικά μεσογειακά είδη πεύκης
Τα πευκοδάση της Πάρνηθας εκτείνονται περιφερειακά του ορεινού όγκου και αποτελούνται αποκλειστικά από Χαλέπιο Πεύκη (Pinus halepensis). Κατά τα έτη 2002 και 2003 εμφανίστηκαν εκτεταμένες νεκρώσεις δένδρων στο δάσος χαλεπίου πεύκης στην περιφερειακή ζώνη του Δρυμού, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα με αμείωτους ρυθμούς. Οι νεκρώσεις αυτές παρατηρήθηκαν μετά από μια ξηρή περίοδο που σημειώθηκε τα υδρολογικά έτη 1999-2000 και 2000-2001. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται άμεσα με την παρουσία του εντόμου Marchalina hellenica. Ο βαθμός προσβολής των δένδρων πεύκης από το έντομο M. hellenica είχε σημαντική επίδραση στο βάρος των βελονών, αλλά και στις συγκεντρώσεις των στοιχείων ασβεστίου, καλίου, φωσφόρου και μαγγανίου στους φυτικούς ιστούς των βελόνων τρέχοντος έτους (Τσόπελας κ.ά., 2008). Οι νεκρώσεις των δένδρων χαλεπίου πεύκης σχετίζονται, επίσης, και με την παρουσία άλλων παθογόνων οργανισμών. Τέτοιοι είναι τα φλοιοφάγα έντομα Orthotomicus erosus και Crypturgus cinereus, ο μύκητας Ophiostoma ips, ο οποίος αποτελεί ασθενές παθογόνο στα είδη πεύκης, ο νηματώδης Bursaphelenchus xylophilus, ο οποίος θεωρείται επίσης ασθενές παθογόνο, καθώς και ο μύκητας Phellinus pini, ο οποίος προσβάλλει ένα σημαντικό αριθμό δένδρων μεγάλης ηλικίας, ενώ είναι σπάνιος σε δένδρα μικρής ηλικίας (Τσόπελας κ.ά., 2008).
Τα πευκοδάση του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας ρητινεύονταν, βόσκονταν και ξυλεύονταν ανέκαθεν. Ο υπόροφος υλοτομούνταν για την παραγωγή ξυλανθράκων και τη λειτουργία ασβεστοκάμινων. Η διαχείριση αυτή σε συνδυασμό με τις συχνές πυρκαγιές και τα φτωχά, αβαθή εδάφη της περιοχής, καθόρισαν τη σημερινή δομή τους. Στο συγκεκριμένο τύπο οικοτόπου δε φύονται πολλά είδη φυτών, λόγω του πυκνού στρώματος από πευκοβελόνες που πέφτει στο χώμα και παραμένει αναλλοίωτο για μεγάλο διάστημα. Μεταξύ των ειδών που απαντώνται στον ποώδη όροφο πολλά είναι βολβώδη, όπως κυκλάμινα (Cyclamen graecum, Cyclamen hederifolium) και ορχιδέες (Ophrys lutea, Ophrys tenthredinifera, Orchis italica, Orchis quadripunctata). Τα δάση της Χαλεπίου πεύκης ταξινομήθηκαν στο Pinus halepensis – comm.