Βωμοί λατρείας – τάφοι


Σύμφωνα με τον Παυσανία παρατηρούνται δύο (2) βωμοί λατρείας του Παρνήθιου Δία.

  1. Χάλκινο άγαλμα του Παρνήθιου Δία και βωμός του Σημαλέου Δία. Για το άγαλμα του Δία έχουν γίνει πάρα πολλές υποθέσεις, γιατί δεν βρέθηκαν καθόλου ίχνη του. Ο βωμός του Σημαλέου Δία πιστεύεται ότι ήταν στο «Άρμα», δηλαδή στην κορυφή που υψώνεται στα ανατολικά του φρουρίου της Φυλής και στα βόρεια του μοναστηριού της Παναγίας των Κλειστών («οπόταν δι’ Άρματος αστράψη» έγραφε ο Στράβων), όπου βρέθηκαν και πολλά θραύσματα κεραμιδιών.
  2. Δεύτερος (2ος) βωμός του Δία που τον λάτρευαν οι Αθηναίοι, άλλοτε σαν όμβριο (γιατί ρύθμιζε τις βροχές) και άλλοτε σαν απήμιο (γιατί απομάκρυνε τα κακά). Για την ύπαρξη του βωμού αυτού δεν υπήρχαν καθόλου ενδείξεις μέχρι πριν λίγα χρόνια. Όμως σ’ ένα άρθρο του Μιλτιάδη Παρασκευαΐδη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η καθημερινή» της 7/8/1960 αναφέρεται ότι στις ανασκαφές που έκανε ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων Ευθ. Μαστροκώστας στη ψηλότερη κορυφή της Πάρνηθας, βρέθηκε, λίγα μέτρα χαμηλότερα και νότια, στρώμα στάχτης ύψους 2,20 μ. που προερχόταν από βωμό, ο οποίος ήταν σ’ ένα μικρό λατρευτικό σπήλαιο και που περιείχε 3000 σιδερένιες μάχαιρες, διάφορα απιοειδή ληκύθια, «ανεπίγραφους» σφαιρικούς αρυβάλλους, αγγεία διαφόρων τύπων και διάφορα οστά θυσιασθέντων ζώων.

Σε πολλές πηγές αναφέρονται πολλές τοποθεσίες στις οποίες βρέθηκαν τάφοι. Οι πιο σημαντικές είναι οι ακόλουθες:

  1. Ασύλητος θολωτός τάφος των Μυκηναϊκών χρόνων στη θέση Λυκότρυπα πλησίον των Αχαρνών. Πρόκειται για τον τάφο ενός σημαντικού προσώπου της περιοχής, ίσως κάποιου τοπικού άρχοντα. Χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α2 – ΙΙΙ Β εποχή, δηλαδή στον 14ο – 13ο αιώνα π.Χ. Είναι υπόγειος, χτισμένος κατά τον ισοδομικό και τον εκφορικό τρόπο δόμησης. Αποτελείται από το δρόμο, δηλαδή τον διάδρομο που οδηγούσε στον τάφο, το στόμιο και το θάλαμο. Ο υπόγειος δρόμος του έχει μήκος 27 μ. περίπου και είναι χτισμένος ισοδομικά. Το πλάτος του είναι 3 μ. σχετικά μικρό ανάλογα με το μεγάλο του μήκος. Η διάμετρος της θόλου είναι 8,35 μ. και το ύψος 8,74 μ., αρκετά μεγάλο σχετικά με τη διάμετρό της. Τα τοιχώματα του δρόμου και της θόλου είναι χτισμένα με μικρές, αργές (ακατέργαστες) πέτρες, που συγκλίνουν προς την κορυφή δημιουργώντας την εικόνα μιας μεγάλης κυψέλης. Τα τοιχώματα της θόλου συγκρατεί η κλείδα, μία πλάκα τοποθετημένη σαν σφήνα στην κορυφή της. Εξωτερικά η θόλος καλύφθηκε με χώμα ώστε να σχηματιστεί ένα είδος τύμβου. Το άνοιγμα της εισόδου έχει σχεδόν το μισό πλάτος του δρόμου, το βάθος του όμως είναι σχετικά μεγάλο, γύρω στα 3,35 μ. Το συνολικό ύψος του ανοίγματος της εισόδου φτάνει τα 8,26 μ.
  2. Έντεκα (11) στάδια από το λόφο του Παλαιοκάστρου της Δεκέλειας στο λόφο Πετράκη, ο Ηunter αποκάλυψε ταφικό τύμβο.
  3. Στη Δεκέλεια στη θέση «Μεγάλη Βρύση» υπάρχουν ίχνη αρχαίου οικισμού. Βρέθηκε τύμβος με ισοδομικό τοίχο που περιείχε τέσσερις σαρκοφάγους. Από εδώ προέρχεται φατρική επιγραφή.
  4. Δέκα (10) λεπτά βόρεια από την εκκλησία Ζωοδόχο Πηγή ο γήλοφος είναι κατάσπαρτος από όστρακα και τεμάχια κεραμιδιών από τάφους. Ανάμεσα στα όστρακα υπάρχουν και μυκηναϊκά. Άρα ο τόπος χρησιμοποιήθηκε σαν νεκροταφείο από τα προϊστορικά χρόνια.
  5. Τύμβος Αγίου Νικολάου – Αγίας Σωτήρας: Το 1987 ερευνήθηκε ο τεχνητός γήλοφος που δέσποζε στην περιοχή. Η ανασκαφή αποκάλυψε, στο κέντρο περίπου του τύμβου και σε βάθος 4,05 μ. από τη κορυφή του, μία μαρμάρινη σαρκοφάγο που βρέθηκε διαταραγμένη από τους αρχαιοκάπηλους. Το κιβώτιο είχε κατασκευαστεί από τέσσερις (4) κάθετες πλάκες και μία μονοκόμματη σαν πυθμένα. Το κάλυμμα της ήταν επίπεδο. Εσωτερικά η σαρκοφάγος ήταν δουλεμένη με βελόνι. Είχε διαστάσεις 2×1,17×1,14 μ. Στο εσωτερικό της βρέθηκαν ελάχιστα όστρακα από λεπτά αγγεία ύστερων κλασικών χρόνων, κομμάτια μιας σιδερένιας στλεγγίδας, καθώς και τρία κομμάτια από μία μικρή χάλκινη σπάτουλα. Στα νοτιοδυτικά της σαρκοφάγου βρέθηκε σε ψηλότερο επίπεδο μέσα στον τύμβο (σε βάθος 2,95 μ. από την κορυφή) μία άλλη μαρμάρινη κιβωτιόσχημη σαρκοφάγος. Όστρακα βρέθηκαν ελάχιστα πάνω από τον τάφο και ανήκαν όλα στο ίδιο ακόσμητο αγγείο, ίσως ένα μεγάλο αμφορέα ή στάμνο, ρωμαϊκών χρόνων. Στα βορειοδυτικά της πρώτης σαρκοφάγου βρέθηκε ένας ορθογώνιος αβαθής λάκκος που περιείχε λίγα κομμάτια αγγείων κλασικών χρόνων. Στη νοτιοδυτική πλευρά του τύμβου εντοπίστηκε ένας μεγάλος ακόσμητος αμφορέας, πιθανότατα ένας εγχυτρισμός. Στη νοτιοανατολική γωνία του τύμβου ήταν τοποθετημένος ένας άλλος με οξύ πυθμένα, αμφορέας ρωμαϊκών χρόνων, που είχε χρησιμοποιηθεί κι αυτός για ταφή. Στο βόρειο τμήμα του τύμβου είχε ανοιχτεί στο χώμα ένας μικρός θάλαμος, διαμέτρου 1 μ. και ύψους 1,50 μ. που είχε χρησιμεύσει σύμφωνα με πληροφορίες των καλλιεργητών της περιοχής ως καταφύγιο στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μπορεί όμως να ήταν ένας μικρός θαλαμοειδής μυκηναϊκός τάφος. Ο τύμβος φαίνεται ότι δημιουργήθηκε για να καλύψει τις δύο (2) μαρμάρινες σαρκοφάγους.
  6. Στο δήμο της Όης ή Οίης, που ήταν ο νοτιότερος αρχαίος δήμος της Πάρνηθας και που ανήκε στην Οινηίδα φυλή, ανακαλύφθηκε από τον αρχαιολόγο Α. Σκιάς ένα κτίσμα που το αποτελούσαν δύο μικρά δωμάτια, λαξευμένα στον φυσικό βράχο. Το κτίσμα το ονόμαζαν οι ντόπιοι Πελεκητόν ή στα αρβανίτικα Γκουρ-ι κελεπίσμ. Ο Σκιάς πίστευε ότι ήταν τάφος σε σχήμα ναΐσκου ή πρώο. Το ανατολικότερο δωμάτιο είχε μήκος γύρω στα 4 μ. και στον ανατολικό τοίχο του είχε μία μεγάλη ορθογώνια κόγχη, ίσως για την τοποθέτηση ενός αναθηματικού αναγλύφου. Στη μέση του δυτικότερου μικρότερου δωματίου υπήρχε στο βράχο ένας κυλινδρικός βωμός ή η βάση μιας κολώνας διαμέτρου 0,60 μ. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για ιερό κι όχι για τάφο. Το ιερό χρειάζεται να ανασκαφεί πληρέστερα όπως και η περιοχή γύρω απ’ αυτό, προς τα νότια και τα δυτικά του, που είναι γεμάτη όστρακα και θεμέλια τοίχων σπιτιών ή άλλων δημόσιων κτιρίων. Η θέση του αρχαίου αυτού δήμου από πρόσφατες ανασκαφές τοποθετείται με βεβαιότητα στα νοτιοδυτικά του Καλιστηριού κοντά στο ρέμα της Μαύρης Ώρας στη θέση με την τοπωνυμία Σπηλιές.
  7. Στη χαράδρα κοντά στην πηγή της Φυλής ανασκάφτηκε ένα νεκροταφείο κλασικών χρόνων. Προς τα βορειοανατολικά της πηγής βρέθηκαν δύο τάφοι του δεύτερου (2ου) μισού του 4ου αιώνα π.Χ. που ήταν χτισμένοι με πελεκημένες πέτρες. Δίπλα τους υπήρχε ένας μεγάλος τοίχος – ταφικός περίβολος – χτισμένος με πολυγωνική τοιχοποιϊα, που διατηρήθηκε σε μήκος 1,20 μ. και ύψος 1 μ. Σε άλλο τάφο, λίγα μόνο βήματα πιο μακριά, βρέθηκε μία οστεοδόχος χάλκινη θήκη.