Χριστιανικά μνημεία


Την αρχαιότητα διαδέχθηκε η Βυζαντινή εποχή. Οι λατρευόμενοι θεοί άλλαξαν μορφή, ο φυσικός όμως χώρος της Πάρνηθας πάντοτε ενέπνεε τον άνθρωπο να ενατενίζει στο θείο μέσα στη μαγική ατμόσφαιρα του απέραντου δάσους. Ο Γερμανός L. Ross, πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών διατύπωσε την άποψη, που στη συνέχεια έγινε αποδεκτή, ότι η διάδοση του Χριστιανισμού στην Αττική άρχισε από την ύπαιθρο.

  1. Το 1209 ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ στην περίφημη βούλα του σημειώνει χωριά και μοναστήρια που θα φορολογούσε στο εξής ο καθολικός επίσκοπος της Αθήνας. Μέσα σ’ αυτά αναφέρεται και το «Κυριομονάστηρο». Η σειρά καταγραφής δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται για το μοναστήρι της Χασιάς, τη Μονή Κλειστών και αν η εξήγηση των γλωσσολόγων δεν δέχεται ότι το Κυριομανάστηρο σημαίνει «της Κυράς το μοναστήρι», αλλά «Χωριομοναστήρι», τότε συνάγεται ότι γύρω από το παμπάλαιο Μοναστήρι υπήρχε ένα χωριό Χριστιανών, κυνηγημένων από τους αδίστακτους πειρατές. Η αρχαιότητα του μοναστηριού είναι δεδομένη. Το Μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ονομάζεται «Παναγία των Κλειστών». Είναι γυναικείο Μοναστήρι με δώδεκα (12) μοναχές υπό την ηγουμένη Μαριάμ. Το Καθολικό ανήκει στον τύπο των δικιονίων εγγεγραμμένων σταυροειδών με τρούλο και προς βορρά έχει συνεχόμενο παρεκκλήσι με τετράγωνη αψίδα ιερού. Το καθολικό φέρει ίχνη τοιχογραφιών, ενώ εμφανείς είναι οι συνέπειες της πυρπολήσεως του από τους Τούρκους το 1821. Βρίσκεται στη νοτιο- νοτιοδυτική πλευρά, 4χλμ από το χωριό Φυλή. Αρχικά ήταν αντρικό Μοναστήρι και όταν ιδρύθηκε όλοι οι ασκητές που ασκήτευσαν στις σπηλιές της περιοχής συγκεντρώθηκαν εκεί.
  2. Μέσα στην καρδιά της Πάρνηθας και κάτω από την Καραβόλα την υψηλότερη κορυφή της, σ’ ένα απάνεμο τόπο με υψόμετρο 1000 μ. με την πηγή «αγίασμα» και τη χιλιόχρονη καρυδιά που ξεράθηκε το 1955, σώζεται ακόμα το Καθολικό του παλιού Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας, Μετόχι, της Μονής Πετράκη από το 1796 με σουλτανικό φιρμάνι και πατριαρχικό σιγίλιο, χαρακτηρισμένο «σταυροπήγιο» για να αποφευχθεί η εξαφάνισή του. Είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέμεινε εκεί ψηλά στη Μονή Πετράκη. Ήδη με το Ν. 3028/2002 άρθρο 7 η εκκλησία, όπως και όλα τα Βυζαντινά μνημεία, ανήκει κατά νομή και κυριότητα στο Κράτος, ενώ από το 1998 έχει κριθεί διατηρητέο μνημείο. Κατά το σεισμό του 1999 η εκκλησία υπέστη φθορές. Οι τοιχογραφίες από τις οποίες η εκκλησία είναι κατάγραφος χρονολογούνται στον 17ο αιώνα. Δυστυχώς οι ζημιές από το σεισμό δεν έχουν ακόμα αποκατασταθεί στο Καθολικό του παλιού Μοναστηριού, το οποίο ανήκει στον τύπο των μονόκλιτων σταυρεπίστεγων ναών με νάρθηκα.
  3. Σε απόσταση 2 χλμ από τη Φυλή σε υψόμετρο 470 μ. υπάρχει το αντρικό μοναστήρι (Παλαιοημερολογιτών) των Αγίου Κυπριανού και Ιουστίνης που ιδρύθηκε το 1961.
  4. Στη νότια πλευρά της Πάρνηθας, βορειοδυτικά των Αχαρνών, σε υψόμετρο 510 μ. βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι Γενεσίου της Θεοτόκου Ντάρδιζας που ιδρύθηκε το 1969.
  5. Στις νότιες προσβάσεις της Πάρνηθας ήταν το Μετόχι της Αγίας Τριάδας με δύο (2) εκκλησίες, τον Προφήτη Ηλία και το καθολικό «Άγιος Νικόλαος, ο νέος», με τις σημαντικές του τοιχογραφίες του 17ου αιώνα. Δυστυχώς ο σεισμός κατάστρεψε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και τραυμάτισε σοβαρά την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, η οποία «επισκευάστηκε» αυθαίρετα. Και οι δύο εκκλησίες είναι μονόκλιτες, καμαροσκέπαστες, βασιλικές με ημιεξαγωνική αψίδα ιερού.
  6. Από τις διατηρούμενες εκκλησίες σημειώνεται αυτή του Αγίου Μερκουρίου στο πέρασμα – δερβένι προς την «Ωρωπίαν γην». Αναφορά σχετικά με την εκκλησία κάνει ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα το 1774, J. Girand που την ονομασία της την συνδέει με την άφιξη εκεί των Αρβανιτών, από το 1383 μ.Χ.
  7. Στη βορειοανατολική πλευρά των Θρακομακεδόνων η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, ένας μικρός σταυρόσχημος ναός με οκταγωνικό τρούλο χρονολογούμενος πρόχειρα από τον Ορλάνδο στον 16ο αιώνα, βρίσκεται στο χώρο ενός νεότερου μοναστηριού παλαιοημερολογιτών. Μετά το σεισμό η εκκλησία υπέστη φθορές και από την έρευνα που ακολούθησε, ανακοινώθηκε ότι αποκαλύφθηκε τοιχογραφικός διάκοσμος του 13ου αιώνα, κατατάσσοντας το μνημείο στα Βυζαντινά.
  8. Δυτικά των Θρακομακεδόνων η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του «Βουρδουμπά» στη περιοχή του Δήμου Αχαρνών, καμαροσκέπαστη, βασιλική με ημικυκλική αψίδα ιερού στην αρχή του φαραγγιού της Χούνης. Οι διαστάσεις της 4,50×6,20 μ. σημειώνονται για ιστορικούς λόγους, γιατί ο σεισμός του 1999 την έχει καταστήσει εντελώς ετοιμόρροπη. Ουδεμία μέχρι σήμερα μέριμνα για την τύχη της έχει επιδειχθεί, ενώ η πυρκαγιά του 2004 αποστέρησε τον περιβάλλοντα χώρο της από το πράσινο.
  9. Στο ρέμα του Αγίου Γεωργίου σε υψόμετρο 840 μ. βρίσκεται ανακαινισμένο τα τελευταία χρόνια από το Δήμο Άνω Λιοσίων στη ζωτική περιοχή του οποίου ανήκει, το ερημοκλήσι του Αγίου Γεωργίου του Κεραμιδίου. Είναι μικρή, μονόκλιτη, βασιλική εκκλησία με ημικυκλική αψίδα ιερού και χωρίς τοιχογραφίες, ανατολικά της οποίας διατηρείται και παλιό αλώνι. Λίγο νοτιότερα της εκκλησίας περνάει ο δασικός δρόμος Μετόχι – Ρέμα Αγίου Γεωργίου – Αυχένας Μποντιάς – Παλαιοχώρι – Αγία Τριάδα μήκους 10 χλμ. Το 1995 ο Δήμος Άνω Λιοσίων ανακαίνισε την εκκλησία. Κατά τις εργασίες διευθέτησης του χώρου, νοτιοδυτικά της εκκλησίας αποκαλύφθηκε ένας χριστιανικός τάφος. Μετά από ραδιοχρονολόγηση των οστών, που έγινε στο «Δημόκριτο», διαπιστώθηκε ότι χρονολογούνται μεταξύ του 900 και του 1017 μ.Χ. με πιθανότητα 95,4 %.
  10. Νοτιότερα στα πρόβουνα της Πάρνηθας βρίσκεται η παλιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Γκατζανά.
  11. Βαθιά στο δάσος της Πάρνηθας στη θέση Μόλα, από όπου περνάει ο περιφερειακός δρόμος της Πάρνηθας, βρίσκεται ανακαινισμένο από το Υπ. Γεωργίας το ερημοκλήσι του Αγίου Πέτρου (μονόκλιτο, καμαροσκέπαστο, βασιλικό, 3,80×8,10 μ.), με ημικυκλική αψίδα ιερού και ορθογώνιου πρόσκτισμα από τη νότια πλευρά που η ανακαίνιση διατήρησε (υψόμετρο 1060 μ.). Κατά τη διάρκεια των εργασιών βρέθηκαν κεραμίδες βυζαντινές, ίχνη από κουρασάνι στο παλιό επίχρισμα και χριστιανικός τάφος στη βόρεια πλευρά του.
  12. Στο Λοιμικό σώζεται μία μικρή εκκλησούλα του Αγίου Γεωργίου με νότιο πρόσκτισμα – δωμάτιο για τους ξυλοκόπους, που διανυχτέρευαν εδώ (υψόμετρο 770 μ.). Ο σεισμός του 1999 έσπρωξε ένα τεράστιο βράχο ο οποίος ράγισε το βόρειο τοίχο της εκκλησίας. Η ονομασία «Λοιμικό» συνδέει την ευρύτερη περιοχή με πιθανό χώρο καταφυγής των κατοίκων των γύρω χωριών σε περιπτώσεις λοιμού.
  13. Ακόμα βορειότερα σώζεται μέσα στο ίδιο δασόκτημα του Λοιμικού η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στα «πηγαδάκια». Παραμένει όρθιο ορόσημο της μενιδιάτικης γης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 530 μ.
  14. Στην πηγή Φυλής σημειώνεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που αποτέλεσε ορμητήριο του Θρασύβουλου κατά την αρχαιότητα, εφόσον βορειοανατολικά της πηγής υπήρχε το ξακουσμένο φρούριο.

Στην περιήγηση αναφέρονται οι εκκλησίες της Πάρνηθας που παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον καθώς και τα μοναστήρια που έχουν μνημειακό χαρακτήρα.

Ξεκινώντας από τις εξαφανισμένες σήμερα εκκλησίες, αναφέρεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο δασόκτημα Τατοϊου, που καταστράφηκε σε πυρκαγιά στη δεκαετία του 1970. Η Αρχαιολόγος Θεοφανία Αρβανιτοπούλου αναφέρει ενδιαφέρουσες παλιές τοιχογραφίες.

Στη Βαρυμπόμπη, δίπλα στη μεγάλη πηγή «Κοντίτα» υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, με τους αράβδωτους κίονες που βρίσκονται πεταμένοι στο χώρο, όπου έχει μείνει σήμερα ένα πρόχειρο εικονοστάσι.

Στη τοποθεσία «πέτρα μεσονύχτι» – Πηγή Κατσιγιάννη και κοντά στο ρέμα της Γκούρας υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αρχαιολογικά ευρήματα στον περιβάλλοντα χώρο δείχνουν την αρχαιότητα της εκκλησίας σε συνδυασμό με ερείπια βυζαντινού οικισμού με την ονομασία «Παλαιοχώρι» τόπος δυσπρόσιτος ανά τους αιώνες και καταφυγή των ραγιάδων, είτε από το φόβο των πειρατών, είτε σε επιδημίες λοιμών, που από αιώνες ταλάνιζαν την Αττική. Διατηρείται σήμερα επισκευασμένη η εκκλησία, πρόχειρα με τσιμεντόλιθους, από ευσεβείς Χασιώτες.

Τα ερημοκλήσια και μοναστήρια της Πάρνηθας και της πεδιάδας αποτελούν όχι μόνο ορόσημα της ιστορίας του τόπου, αλλά και τόπους ιερούς και καθαγιασμένους από αιώνες, χώρους προσευχής και επικοινωνίας με το Θεό.

Αξιοσημείωτη στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας είναι και η παρουσία των Σαρακατσάνων νομάδων, που από αιώνες μετακινούσαν τα ποίμνια τους την Άνοιξη στα δροσερά λιβάδια του βουνού και το χειμώνα τα κατέβαζαν στα γύρω χειμαδιά. Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν εκεί σε μόνιμους ή περιστασιακούς οικισμούς και οι κολίγες των μοναστηριών εξακολουθούσαν να καλλιεργούν τα μοναστηριακά σταυροχώραφα, όπως αρχειακές μελέτες έχουν αποδείξει. Έσπερναν μία ποικιλία σταριού το «διμήνι» κατά το μήνα Μάρτιο και σε δύο μήνες αλώνιζαν. Διατηρούνται ίχνη από τα παλιά αλώνια ακόμα και σήμερα.

Αξιόλογα στοιχεία από ιστορικά κείμενα και αρχειακές μελέτες έχουν αποδείξει ότι από τη Βυζαντινή εποχή τα μοναστήρια της Πάρνηθας (Μονή Κλειστών, Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, Αγία Τριάδα και το Μετόχι της) δεν έπαυαν να λειτουργούν στους δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας, η δε μοναστηριακή περιουσία στην Πάρνηθα ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες στρεμμάτων.

Μετά την απελευθέρωση στην περιοχή κυριαρχούσε η ληστεία καθ’ όλο τον 19ο αιώνα, με συνέπεια να ερημώσει το βουνό και τα μοναστήρια με εξαίρεση τη Μονή Κλειστών. Μόνο οι ξυλοκόποι και οι Σαρακατσάνοι νομάδες με τα ποίμνιά τους συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους στο βουνό. Οι τελευταίοι μάλιστα είχαν και στενές συγγενικές σχέσεις με τους ληστές, όπως είναι γνωστό και αρχειακές έρευνες έχουν αποκαλύψει.